αισθητικότητα — Σύνολο μεταβολών που εκδηλώνονται σε έναν ζωντανό οργανισμό ως αντιδράσεις προς ερεθίσματα που προέρχονται είτε από το εσωτερικό του είτε από το εξωτερικό περιβάλλον (δράσεις). Η α. συνδέεται με την αντίδραση του οργανισμού προς το ερέθισμα.… … Dictionary of Greek
αεροδόχος — ο 1. αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα 2. το αρσ. ως ουσ. ο αεροδόχος α) άνοιγμα, μέσα από το οποίο περνά ο αέρας β) ο υποδοχέας τού αέρα στον αεραγωγό γ) (Μουσ.) (βλ. αεροθάλαμος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + δόχος < δέχομαι] … Dictionary of Greek
οιστρογονικός — ή, ό [οιστρογόνος] 1. (βιολ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οιστρογόνα 2. φρ. «οιστρογονικός υποδοχέας» (βιολ. ιατρ.) πρωτεϊνική ενδοπλασματική δομή που υπάρχει στα κύτταρα τών οργάνων στόχων τα οποία είναι ευαίσθητα στα οιστρογόνα … Dictionary of Greek
σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… … Dictionary of Greek
σπερματοθήκη — η, ΝΜ και σπερμοθήκη, Ν νεοελλ. 1. ζωολ. θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό προς τις γεννητικές οδούς ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το σπέρμα τού αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο… … Dictionary of Greek
τασεοϋποδοχέας — ο, Ν (ανατ. φυσιολ.) μία από τις λεπτότατες νευρικές διακλαδώσεις στον έξω χιτώνα τής αορτής αλλά και στον καρωτιδικό κόλπο, οι οποίες είναι ευαίσθητες στη μηχανική διάταση και τών οποίων η διέγερση προκαλεί κατασταλτικά κυκλοφοριακά… … Dictionary of Greek
υποδοχεύς — έως, ὁ, ΜΑ βλ. υποδοχέας … Dictionary of Greek
χημειοϋποδοχέας — ο, Ν βιολ. ο χημειοδέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία + υποδοχέας] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek