υποδοχέας

υποδοχέας
ο / ὑποδοχεύς, -έως, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. χώρος ή δοχείο στο οποίο αποστάζονται και συγκεντρώνονται υγρά και άλλα κονιοποιημένα υλικά
2. βιολ. ο δέκτης
μσν.
μτφ. το στομάχι
μσν.-αρχ.
αυτός που υποδέχεται ή φιλοξενεί κάποιον
αρχ.
1. αυτός που έχει αναλάβει την υποχρέωση να παρέχει κάτι («ὑείων κρεῶν ὑποδοχέα γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποδέχομαι (πρβλ. ὑποδοχή) + κατάλ. -εύς (πρβλ. ἀνα-δοχ-εύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αισθητικότητα — Σύνολο μεταβολών που εκδηλώνονται σε έναν ζωντανό οργανισμό ως αντιδράσεις προς ερεθίσματα που προέρχονται είτε από το εσωτερικό του είτε από το εξωτερικό περιβάλλον (δράσεις). Η α. συνδέεται με την αντίδραση του οργανισμού προς το ερέθισμα.… …   Dictionary of Greek

  • αεροδόχος — ο 1. αυτός που δέχεται, που περιέχει αέρα 2. το αρσ. ως ουσ. ο αεροδόχος α) άνοιγμα, μέσα από το οποίο περνά ο αέρας β) ο υποδοχέας τού αέρα στον αεραγωγό γ) (Μουσ.) (βλ. αεροθάλαμος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + δόχος < δέχομαι] …   Dictionary of Greek

  • οιστρογονικός — ή, ό [οιστρογόνος] 1. (βιολ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα οιστρογόνα 2. φρ. «οιστρογονικός υποδοχέας» (βιολ. ιατρ.) πρωτεϊνική ενδοπλασματική δομή που υπάρχει στα κύτταρα τών οργάνων στόχων τα οποία είναι ευαίσθητα στα οιστρογόνα …   Dictionary of Greek

  • σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • σπερματοθήκη — η, ΝΜ και σπερμοθήκη, Ν νεοελλ. 1. ζωολ. θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό προς τις γεννητικές οδούς ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το σπέρμα τού αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο… …   Dictionary of Greek

  • τασεοϋποδοχέας — ο, Ν (ανατ. φυσιολ.) μία από τις λεπτότατες νευρικές διακλαδώσεις στον έξω χιτώνα τής αορτής αλλά και στον καρωτιδικό κόλπο, οι οποίες είναι ευαίσθητες στη μηχανική διάταση και τών οποίων η διέγερση προκαλεί κατασταλτικά κυκλοφοριακά… …   Dictionary of Greek

  • υποδοχεύς — έως, ὁ, ΜΑ βλ. υποδοχέας …   Dictionary of Greek

  • χημειοϋποδοχέας — ο, Ν βιολ. ο χημειοδέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χημεία + υποδοχέας] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”